τρυφάλεια

τρυφάλεια
ἡ, Α
(επικ. τ.) περικεφαλαία («λευκολόφους τρυφαλείας», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τρυφάλεια αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. τού θηλ. ενός επιθ. *τρυφαλής, σύνθετου, με α' συνθετικό έναν δυσερμήνευτο τ. τρυ-, ο οποίος προέρχεται από το αριθμητικό τέσσαρες (βλ. λ. τέσσερεις) και β' συνθετικό το ουσ. φάλος «το μπροστινό μετάλλινο μέρος τής περικεφαλαίας» (πιθ. μέσω μιας σιγμόληκτης μορφής *φαλεσ- τού θ., βλ. και λ. φάλος). Σχετικά με τη μορφή τρυ- τού α' συνθετικού έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι προέρχεται από έναν τ. *(kw)tur- (πρβλ. Τυρταίος) τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ΙΕ ρίζας *kwet- (w)er- τού τέσσαρες, όπου το ημίφωνο -w- εμφανίζει τη φωνηεντική του μορφή -u- (πρβλ. τον λεσβ. τ. πέσ-υ-ρες). Προβλήματα γεννούν, όμως, τόσο η αποβολή τής αρκτικής συλλαβής *kwe- (βλ. και λ. τράπεζα) όσο και η μορφή τρυ- αντί τού αναμενόμενου τυρ- (< *tur-), η οποία, ωστόσο, μπορεί να παραβληθεί με τα: λατ. quadru-, αβεστ. čaθru-, γαλατικό petru].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρυφάλεια — helmet fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφαλείας — τρυφαλείᾱς , τρυφάλεια helmet fem acc pl τρυφαλείᾱς , τρυφάλεια helmet fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφάλει' — τρυφάλεια , τρυφάλεια helmet fem nom/voc sg τρυφάλειαι , τρυφάλεια helmet fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφαλειῶν — τρυφάλεια helmet fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφαλείαις — τρυφάλεια helmet fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφαλείης — τρυφάλεια helmet fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφαλείῃ — τρυφάλεια helmet fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφάλειαι — τρυφάλεια helmet fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφάλειαν — τρυφάλεια helmet fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλώπις — αὐλῶπις, η (Α) 1. «αὐλῶπις τρυφάλεια» (Όμηρος) περικεφαλαία με σωληνοειδή υποδοχή απ όπου βγαίνει το λοφίο ή με στενή σχισμή για τα μάτια 2. «αὐλῶπις λόγχη» η λόγχη που έχει αυλάκια από τις δύο μεριές της (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + ωπις*, θηλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”